Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Η θεωρία του δεσμού και το άγχος του αποχωρισμού

    Μια από τις πιο σημαντικές θεωρίες (και αγαπημενη μου)  η οποία αναφέρεται στη ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ατόμου είναι η θεωρία του δεσμού του  Bowlby  η οποία αποτυπώνει ξεκάθαρα την έμφυτη ανάγκη του παιδιού από τη πρώτη στιγμή της γέννησης του να δημιουργήσει ένα δεσμό , συνήθως με τη μητέρα ,που θα του παρέχει ασφάλεια, προστασία και θα το βοηθήσει να προσαρμοστεί στο περιβάλλον.  
   Σύμφωνα με τη Hayes,N  με τον όρο προσκόλληση αποτυπώνεται αρκετά ξεκάθαρα  αυτός ο δεσμός έτσι όπως αναφέρεται και από τον Bowlby. Η προσκόλληση λοιπόν ΄΄ είναι ένας μακροχρόνιος συναισθηματικός δεσμός με ένα συγκεκριμένο άτομο  και χαρακτηρίζεται από αναζήτηση σωματικής εγγύτητας από τη μεριά του ατόμου που προσκολλάται , από αναζήτηση παρηγοριάς και ασφάλειας, από άγχος αποχωρισμού εξαιτίας της διακοπής αυτού του δεσμού ,καθώς και από αμοιβαιότητα από την πλευρά του άλλου προσώπου ΄΄.
    Μια ολοκληρωμένη θεωρητική ερμηνεία για τη προσκόλληση διαμορφώθηκε από τον Bowlby έπειτα από το αίτημα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας η οποία και του ανάθεσε τη μελέτη  των ψυχολογικών προβλημάτων που είχαν τα παιδιά τα οποία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν αποχωριστεί από  τους γονείς τους και ζούσαν πλέον σε ιδρύματα. Με λίγα λόγια ζητήθηκε από τον Bowlby να εξετάσει σε πιο βαθμό ο αποχωρισμός των μικρών παιδιών από τις μητέρες τους κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους επιδρά με αρνητικό τρόπο στη μετέπειτα εξέλιξη της ανάπτυξης του παιδιού.
   O Βοwldy υιοθέτησε μια θεωρία η οποία ενσωμάτωνε ότι ήταν γνωστό από την εξελικτική θεώρηση για τα θηλαστικά πάνω στη γη και ειδικότερα τις συναλλαγές που παρατηρούνται ανάμεσα στις μητέρες και στα βρέφη.  Στους μεγάλους πιθήκους πάνω στη γη οι μητέρες στη προσπάθεια τους να προστατευόσουν τα μικρά τους και τον εαυτό από τις επιθέσεις των αρπακτικών ,συσπειρώνονται μεταξύ τους ώστε να αποφύγουν όσο το δυνατόν γίνεται το κίνδυνο. Υπάρχει λοιπόν έντονη η ανάγκη το παιδί να μένει δίπλα στη μητέρα του για να μπορέσει να επιζήσει λόγο του ότι είναι αδύναμο και αβοήθητο κατά τα πρώτα χρόνια της γέννησης του.
   Η Hayes,N  αναφέρει τα κάποια νεογέννητα επιδεικνύουν μια  ιδιαίτερη μορφή μάθησης η οποία τα κάνει προσκολλούνται στο γονέα και με αυτό το τρόπο εξασφαλίζουν την επιβίωση τους. Η μάθηση αυτή αναφέρεται ως αποτύπωση της οποίας η προσκόλληση αποτελεί το άμεσο αποτέλεσμα και κρατά το νεογέννητο κοντά στη πηγή αυτή που θα του παρέχει προστασία απαραίτητη για τη επιβίωση του.
   Ο Βowlby το 1958  παρατηρώντας  το  ανθρώπινο είδος και τη σχέση που αναπτύσσει το νεογέννητο συνήθως με τη μητέρα, διατύπωσε τη θεωρία του για τη μονοπροσωπική προσκόλληση η οποία σε ένα μεγάλο βαθμό έχει πολλά κοινά σημεία με το μηχανισμό της αποτύπωσης. Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία της μονοπροσωπικης προσκόλλησης το νεογέννητο από τη στιγμή της γέννησης του και μέσα σε έξι μήνες αναπτύσσει ένα ισχυρό δεσμό με τη μητέρα που του εξασφαλίζει την επιβίωση του. Ο δεσμός αυτός σύμφωνα με το Bowlby είναι τόσο σημαντικός που αν συμβεί κάτι και διαταραχτούν οι ισορροπίες που τον διέπουν είτε έπειτα από θάνατο είτε από διάφορους άλλους λόγους, οι συνέπειες και το κόστος που θα έχει αυτή η ανατροπή για το παιδί θα είναι πολύ σοβαρές.
   Τη σοβαρότητα του παραπάνω συλλογισμού του Bowlby ανέδειξε μια έρευνα με 44 νεαρούς παραβάτες τον οποίων η σύλληψη είχε πραγματοποιηθεί για κλοπή. Τα αποτελέσματα των ερευνών ανέδειξαν ότι οι 17 από τους 44 συλληφθέντες νεαρούς από τη γέννηση τους έως το πέμπτο έτος της ηλικίας τους ,για κάποια χρονική περίοδο είχαν αποχωριστεί από τις μητέρες τους.  Ο Bowlby λοιπόν μετά από αυτή την έρευνα διατύπωσε το συλλογισμό του αναφέροντας ότι η ομαλή κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού η΄ αντίθετα η προβατική συμπεριφορά στη εφηβική ηλικία σε πολλές περιπτώσεις σχετίζεται με το αν το παιδί ζήσει με τη μητέρα κατά τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής η την αποστερηθεί.
   Η θεωρία του Βοwlby όπως διατυπώθηκε το 1969 ( όπως αναφέρεται στους από τον ίδιο, προτείνει ότι ο δεσμός ανάμεσα στο παιδί και τη μητέρα αναπτύσσεται μέσα από τέσσερις φάσεις κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων χρόνων  σύμφωνα με τις οποίες  πραγματώνεται ΄΄ μια δυναμική ισορροπία μεταξύ του ζεύγους μητέρας – παιδιού. ΄΄
    Φάση 1η : Η φάση προ του δεσμού, αναπτύσσεται από τη στιγμή της γέννησης του παιδιού και διαρκεί μέχρι την έκτη εβδομάδα. Σε αυτή τη φάση τα βρέφη είναι σε στενή επαφή με τους ανθρώπους που τα φροντίζουν, από τους οποίους και παίρνουν τα απαραίτητα για τη ζωή. Κύριο χαρακτηριστικό της φάσης αυτής είναι ότι τα βρέφη δεν φαίνεται να έχουν συνείδηση γνωστών η΄ άγνωστων προσώπων και δεν ανησυχούν όταν μένουν με κάποιον άγνωστο μαζί για κάποιο χρονικό διάστημα.
   Φάση 2η : Η φάση του υπό διαμόρφωση δεσμού έχει έναρξη τη 6η εβδομάδα και διαρκεί έως τον 6ο – 8ο μήνα της ζωής του παιδιού. Στη παρούσα φάση τα βρέφη φαίνεται να αναγνωρίζουν τα γνώριμα από τα άγνωστα πρόσωπα γι αυτό και αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο στη παρουσία τους. Είναι η στιγμή που η επιφυλακτικότητα του βρέφους απέναντι σε άγνωστα πρόσωπα και αντικείμενα κάνει την εμφάνιση της.
   Φάση 3η : Η φάση του σαφούς δεσμού η οποία παρατηρηται από τον 6ο – 8ο  μήνα έως τους 18 – 24 μήνες. Σε αυτή τη φάση σύμφωνα με το Bowlby γίνεται εμφανές το άγχος αποχωρισμού, το οποίο και αναδεικνύει την αναστάτωση και τη δυστυχία που βιώνει το βρέφος όταν απομακρύνονται από αυτό η μητέρα του η΄ το άτομο που το φροντίζει. Την ίδια αναστάτωση όμως βιώνει και η μητέρα όταν νιώθει το παιδί της να απομακρύνεται και δεν το βλέπει. Επί της ουσίας η φάση του σαφούς δεσμού όταν πραγματωθεί, καθρεπτίζει    Ο δεσμός που πλέον έχει διαμορφωθεί δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας στο παιδί, όπου σύμφωνα με το Bowlby η μητέρα φαίνεται να αποτελεί την ασφαλή βάση εκείνη μέσα από τη οποία το παιδί νιώθει έτοιμο και ικανό να εξερευνεί το κόσμο και να επιστρέφει σε αυτή όταν νιώθει την ανάγκη.
   Φάση 4η : Η φάση των αμοιβαίων σχέσεων, η οποία αναγνωρίζεται από τους 18 – 24 μήνες και μπορεί να κρατήσει για αρκετά χρόνια. Αυτή τη περίοδο η ευθύνη για τη σχέση όπως και για τη διατήρηση της ισορροπίας του συστήματος του δεσμού μοιράζεται ανάμεσα στη μητέρα και στο παιδί το οποίο διαθέτει το χρόνο του για δραστηριότητες που απαιτούν περισσότερη διάρκεια μακριά από τη μητέρα, χωρίς όμως να ανησυχεί που βρίσκεται μακριά της.
    Σε σχέση με τις παραπάνω φάσεις ο Bowlby τόνισε ότι είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η φάσεις του δεσμού ουσιαστικά συμπίπτουν  με τη περίοδο όπου ο νοητικές αναπαραστάσεις αποτελούν το βασικότερο στοιχείο που αφορά τις διεργασίες που σχετίζονται με τη σκέψη του παιδιού. Ο δεσμός που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βρέφος και στη μητέρα και η ποιότητα της σχέσης λειτούργει ως ένα εσωτερικευμένο μοντέλο εργασίας το οποίο αποτελεί ΄΄ ένα νοητικό μοντέλο που δημιουργούν τα βρέφη ως αποτέλεσμα των εμπειριών τους με εκείνους που τα φροντίζουν, το οποίο χρησιμοποιούν ως οδηγό της συμπεριφοράς τους με άλλες σχέσεις. ΄΄
   Γίνεται κατανοητό λοιπόν ότι τελικά η ποιότητα του δεσμού όπως αυτός αναπτύσσεται επηρεάζει σημαντικά τις γενικότερες διαπροσωπικές σχέσεις που θα αναπτύξει το άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του.
   Ποιες όμως είναι οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει ο αποχωρισμός από τη μητέρα η ΄ γενικότερα από το άτομο που έχει προσκολληθεί, στο παιδί ;  Ο Βowlby το 1980 ( όπως αναφέρεται στη Hayes ,1998) διατύπωσε τις επιπτώσεις του αποχωρισμού στις παρακάτω φάσεις :1)  φάση διαμαρτυρίας σύμφωνα με την οποία το παιδί μπροστά στον αποχωρισμό εκδηλώνει έντονο άγχος, μεγάλη δυσφορία και κλάμα ενώ αναζητά επίμονα  το άτομο στο οποίο  έχει προσκολληθεί και πλέον απουσιάζει.
   2) Φάση απόγνωσης ,σύμφωνα με τη οποία, αφού οι παραπάνω επικλήσεις και διαμαρτυρίες δεν λειτούργησαν αποτελεσματικά και το πρόσωπο της προσκόλλησης δεν έχει επιστρέψει, το παιδί βιώνει έντονη απόγνωση και απελπισία. Τη θέση διαμαρτυρίας πλέον παίρνουν ,η θλίψη, η αίσθηση δυστυχίας και αδιαφορίας προς το περιβάλλον.
   3) Φάση αποδέσμευσης, κατά την οποία η προσαρμογή του παιδιού στα καινούργια δεδομένα αποτελεί μια πραγματικότητα, όπου φαίνεται πλέον να έχει αποδεχτεί την απουσία και να μην ενδιαφέρεται τόσο για την επιστροφή του ατόμου στο οποίο είχε προσκολληθεί.
   Η Mary Ainsworth μια σημαντική ερευνήτρια που έδωσε μεγάλη έμφαση στα είδη του δεσμού έτσι όπως αναπτύσσονται μέσα από τη συναλλαγή μητέρας – βρέφους, σχεδιάζοντας μια διαδικασία την οποία ονόμασε συνθήκη με το ξένο, ουσιαστικά εξέτασε την ασφάλεια που διέπει τη σχέση αυτή. H συνθήκη με το ξένο αποτελεί μια σχεδιασμένη διαδικασία κατά την οποία αξιολογείται ο δεσμός, με βάση τις αντιδράσεις, προς ένα άγνωστο  με τη μητέρα παρούσα, τις αντιδράσεις όταν η μητέρα αποχωρεί και μετά αντεπιστρέφει.
   Η Αinsworth μέσα από τις συγκρίσεις που έκανε στις διάφορες συνθήκες κατέληξε σε τρεις κατηγορίες στο τρόπο αντίδρασης στη απουσία η την  παρουσία της μητέρας. Στη πρώτη κατηγορία αναφέρεται ο δεσμό ανασφαλής / αποφυγής κατά τον οποίο δεν φαίνεται να υπάρχει ανησυχία εάν η μητέρα απουσιάσει από το δωμάτιο και οι ξένοι έχουν τις ίδιες πιθανότητες παρηγορήσουν τα παιδί με την ίδια.  Το παιδί φαίνεται να αδιαφορεί για τη θέση της μητέρας και πολλές απομακρύνεται από κοντά της αντί να επιζητήσει την επαφή μαζί της.
  Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται στα παιδιά με ασφαλή δεσμό, τα οποία όσο είναι κοντά στη μητέρα παραμένουν ήρεμα και παίζουν ευχαρίστα, ενώ όταν η μητέρα απομακρύνεται αναστατώνονται. Τα  παιδιά με αυτό το δεσμό δύσκολα παρηγορούνται από έναν άγνωστο ,ενώ ηρεμούν όταν η μητέρα επιστρέψει στο δωμάτιο  τα οποία τρέχουν στην αγκαλιά της όταν την δουν.
   Τέλος στη τρίτη κατηγορία αναφέρεται ο δεσμός ανασφαλής / αμφιθυμία σύμφωνα με τον οποίο τα παιδιά αντιμετωπίζουν πρόβλημα όταν βρεθούν με έναν ξένο. Πολλές φορές παρόλη τη παρουσία της μητέρας τα παιδιά με αυτό το δεσμό παρουσιάζουν άγχος ,αναστατώνονται όταν αυτή απομακρύνεται αλλά παράλληλα δεν  φαίνεται να ηρεμούν μετά  την επιστροφή της. Συνήθως κλαίνε θυμωμένα και ζητούν μια αγκαλιά όπου μόλις τους δοθεί παλεύουν με τη μητέρα για να τα αφήσει κάτω.
   Η πρόσφορα της Ainsworth μέσα από τα παραπάνω ευρήματα και την έμφαση που έδωσε στα είδη των δεσμών, αποτέλεσε σημαντικό κίνητρο ώστε να αναπτυχτούν νέα ερωτηματικά και νέες έρευνες όσον αφορά τα παραπάνω ευρήματα.
   Όπως αναφέρει η βιβλιογραφια, ένα από τα βασικότερα μοντέλα για τους τύπους του δεσμού,αυτο των Bartholomew,(1990). Bartolomew & Horowitz, (1991) διαχωρίζει τα άτομα σε τέσσερις τύπους.  Σύμφωνα λοιπόν με το μοντέλο ο πρώτο τύπος αναφέρεται ως ασφαλής όπου ανάλογα  με  τη θετική εικόνα που έχει για τον εαυτό του και για τους άλλους ,δημιουργεί και τις ανάλογες  διαπροσωπικές σχέσεις.
   Ο δεύτερος τύπος ο οποίος ονομάζεται εμμονής / αμφιθυμικός ,ενώ διατηρεί μια θετική εικόνα για τους άλλους, δεν κάνει το ίδιο για τον εαυτό του. Η εικόνα του εαυτού παραμένει αρνητική με αποτέλεσμα να πέφτει συχνά θύμα εκμετάλλευσης και να έχει μια υποχωρητική στάση.
   Ο επόμενος τύπος αποφυγής  ο οποίος διακρίνεται σε δυο ειδικότερους τύπους αποφυγής, τον απορριπτικό και  το φοβικό ,εμπεριέχει αρνητικά μοντέλα  για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους. Ο φοβικός  τύπος χαρακτηρίζεται από την αρνητική εικόνα που διατηρεί τόσο για τον εαυτό του ,όσο και για τους άλλους. Τέλος ο απορριπτικός τύπος εξιδανικεύει τον εαυτό του ενώ υποβιβάζει τους άλλους . Συνήθως τα άτομα φοβικού τύπου είχαν γονείς που ήταν επιθετικοί απέναντι τους η ΄  καταθλιπτικούς, ενώ τα τα άτομα απορριπτικού τύπου είχαν γονείς που ενώ φρόντιζαν για τις βασικές ανάγκες τους, γενικότερα είχαν μια όχι τόσο στενή σχέση μαζί τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου